υστερολόγος

υστερολόγος
-ον, ΜΑ
1. αυτός που μιλά τελευταίος
2. (ειδικά) ο ηθοποιός που εμφανίζεται τελευταίος στην σκηνή, που παίζει το τελευταίο μέρος τού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑστερολόγου — ὑστερολόγος speaking last masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • υστερολογία — η / ὑστερολογία, ΝΜΑ [ὑστερολόγος] (ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο νεοελλ. 1. προσθήκη που γίνεται μετά το τέλος ή στο τέλος τού λόγου, επίλογος 2. (κατ επέκτ.) καθετί που λέγεται ανεπίσημα μετά το τέλος μιας συζήτησης αρχ. ο λόγος τού… …   Dictionary of Greek

  • υστερολογώ — έω, Ν [υστερολόγος] 1. μιλώ τελευταίος 2. προσθέτω κάτι στο τέλος τού λόγου μου για να ενισχύσω τα όσα έχω πει …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”